- Κελεαί
- Κελέηfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κέλεαι — Κελέης masc nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέλεαι — κέλλω drive on fut ind mid 2nd sg (epic ionic) κέλομαι urge pres ind mp 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ФЛИУНТ — • Philiūs (g. untis), Φλιου̃ς, первоначально Φλειου̃ς, независимый город на северо востоке Пелопоннеса, область которого, Флиасия, Φλιασία, в мифические времена была известна также под именем Άραιθυρέα, Άραντία, граничила на запад с… … Реальный словарь классических древностей
τοιγάρ — Α (συμπερ. μόριο) λοιπόν, επομένως, γι αυτό («κέλεαί με... μυθήσασθαι μῆνιν Ἀπόλλωνος.... τοιγὰρ ἐγὼν ἐρέω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μόριο τοί (Ι) + γάρ] … Dictionary of Greek